Ζυράννα Ζατέλη: «Συχνά νιώθω ότι σχοινοβατώ»
Οι πιστοί της Ζυράννας Ζατέλη έχουν στήσει πανηγύρι στα μπλογκ. Επτά χρόνια περίμεναν για τις 770 σελίδες του νέου της μυθιστορήματος και αύριο είναι ικανοί να στηθούν από τα χαράματα έξω από τα βιβλιοπωλεία για να έχουν στα χέρια τους ένα από τα πρώτα αντίτυπα.
Η ίδια, ωστόσο, παραμένει μακριά από το ιντερνετικό σύμπαν. Ούτε κομπιούτερ έχει στο σπίτι της, στη γειτονιά του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, παρά μόνο τη γραφομηχανή της, όπου επιμένει να γράφει πάντα σε πολυτονικό, ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
«Το πάθος χιλιάδες φορές», το νέο της βιβλίο από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» -διαβάζεται όμως και αυτόνομα- και εμπεριέχει στο έπακρον τη ζατελική μυθολογία. Από το εξώφυλλο κιόλας, όπου το μπορντό χρώμα, ίδιο με το μακιγιάζ της συγγραφέως επικρατεί, μαζί με την εικόνα μιας γυναικείας φιγούρας με δύο σκυλιά -αναπαραγωγή ενός από τα εκατοντάδες μπιμπελό που κοσμούν το διαμέρισμα -καταφύγιό της.
Ενας «μαγικός κόσμος», όπου το φανταστικό και το πραγματικό περιπλέκονται, αναβλύζει κι αυτή τη φορά από το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα της Ζατέλη, που περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Καταλυτική είναι η παρουσία της Λεύκας, της μικρής «ελαφίνας» που μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε γυναίκα, πάντα αινιγματική και απόκοσμη, έχοντας το πάθος της γραφής και το χάρισμα να μιλάει με τις ψυχές.
- Επτά χρόνια μεσολαβούν για κάθε σας μυθιστόρημα. Είναι, μήπως, ένας αριθμός σημαδιακός για εσάς;
«Μπορεί να ξεκίνησε κάπως τυχαία, σαν ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου, ένα στοίχημα, αλλά η τρίτη μέχρι στιγμής επανάληψη το καθιστά, αν θέλετε, σημαδιακό. Νομίζω πως έχω ανάγκη από μια προσωπική τελετουργία προκειμένου να φέρω σε πέρας κάποια πράγματα. Το να ορίζω εξαρχής έναν επταετή κύκλο για κάθε μυθιστόρημα που γράφω είναι μια "δέσμευση" που με φοβίζει λίγο, αλλά και με κρατάει σε εγρήγορση, σε διαρκή επαφή με τα στοιχεία μου, με το υλικό μου. Και, άλλωστε, με βοηθάει να αντιληφθώ τη δύναμη που μπορεί να έχει η αυθυποβολή στον άνθρωπο, συνειδητή ή ασυνείδητη. Κατά προτίμηση, βέβαια, η δημιουργική αυθυποβολή».
- Ακόμη κι αν τελειώνατε, δηλαδή, ένα μυθιστόρημα σε πέντε, ας πούμε χρόνια, δεν θα το παραδίδατε προς έκδοση;
«Θα φανεί ίσως περίεργο, αλλά αυτές οι 770 σελίδες δεν είναι παρά το καταστάλαγμα από χιλιάδες άλλες. Θα ήταν λίγα, λοιπόν, τα πέντε χρόνια, όπως και τα δέκα θα ήταν πολλά. Φροντίζω να κάνω όσο καλύτερο μπορώ αυτό που κάνω, αλλά χωρίς να το παρακάνω με τους χρόνους και τις εσώτερες προθεσμίες. Φανταστείτε ότι λίγες ημέρες πριν παραδώσω τις τελευταίες σελίδες δεν είχα αποφασίσει για το ποιο ακριβώς τέλος θα έδινα στην όλη ιστορία -υπήρχαν διάφορες εκδοχές, ενώ κατά βάθος δεν υπήρχε "τέλος", με την αυστηρή και απαράβατη έννοια. Μα η ανάγκη να κλείσει αυτός ο κύκλος υπήρχε οπωσδήποτε, κι εκεί κατάλαβα ότι μια "μαγική λύση" ήταν πλέον η μόνη λύση. Κάτι σαν τον από μηχανής θεό των αρχαίων... Βλέπετε, το πρόβλημά μου ως συγγραφέα είναι το πολύ υλικό, η διευθέτησή του, κι όχι η έλλειψη αυτού. Με κεντρίζει η ιδέα να γράψω κάποτε μια ξεχωριστή ιστορία για το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα, πώς ξεκινάει και εξελλίσεται, αλλά κυρίως πώς τελειώνει -ή δεν τελειώνει».
«Δεν φοβάμαι τη λήθη»
- Ολα αυτά τα χρόνια δεν σας έλειψε η επαφή με το αναγνωστικό κοινό; Δεν φοβάστε μη σας ξεχάσουν;
«Δεν ξέρω αν το φοβάμαι, πάντως δεν το σκέφτομαι. Μου αρέσει να αποτραβιέμαι για όσο καιρό χρειαστεί και να ξαναεμφανίζομαι -το συνεχές "πανηγύρι" δεν μου πάει. Και, τελικά, δεν φοβάμαι πως αυτοί που αγαπούν πραγματικά τα βιβλία μου θα με ξεχάσουν. Αισθάνομαι ότι συνάψαμε μια σχέση ζωής, κι ας μη βλεπόμαστε κάθε τόσο. Απλώς, καθώς πλησίαζε να κλείσει κι αυτή η επταετία και καθώς μάλιστα κυκλοφορούσαν φήμες ότι το βιβλίο θα έβγαινε από το προηγούμενο φθινόπωρο, έφταναν στα αφτιά μου διάφορα παράπονα γι' αυτήν την καθυστέρηση, μερικά εκ των οποίων είχαν και λίγο άγριο τόνο. Γι' αυτό γέλασα με την καρδιά μου όταν, αναγγέλλοντας σε μια καλή μου φίλη από τηλεφώνου πως τέλειωσα, επιτέλους, το βιβλίο, εκείνη μου είπε: "Μπράβο Ζυράννα, έκανες πολύ καλά, αλλιώς κινδύνευε η ζωή σου"».
- Από πού αντλείτε αυτό το τεράστιο υλικό. Ή, μάλλον, πώς τα βγάζετε πέρα μαζί του; Ποια είναι η διαδικασία της γραφής;
«Νομίζω πως αν μπορούσα να απαντήσω με το νι και με το σίγμα στην τελευταία ερώτηση, πιθανόν να μην μπορούσα να γράψω. Η διαδικασία της γραφής, η μυθοπλασία με άλλα λόγια, είναι η πιο αλχημιστική υπόθεση. Αντιστέκεται και ξεφεύγει από κάθε περιγραφή... Οσο για το υλικό, προτιμώ να μιλήσουμε καλύτερα για βαθιές καταβολές, μυστικές επήρρειες, μνήμες προσωπικές, μνήμες συλλογικές, κυτταρικές, πράγματα που κουβαλάω μέσα μου όπως σχεδόν "κουβαλώ" το πετσί μου, τα μάτια ή τα χέρια μου... Από πολύ μικρή είχα τη μανία να ρουφώ τα πάντα, να ακούω τα πάντα, να φαντάζομαι και να "συμπληρώνω" τα πάντα, ή τουλάχιστον το κάθε τι που έκανε την ψυχή μου να πεταρίζει. Αισθάνομαι να πολιουρκούμαι από εικόνες και ακούσματα που κάποια στιγμή, αφού ωριμάσουν σε μια περιοχή κατά το μάλλον ή ήττον υποσυνείδητη, μεταμορφώνονται σε "λέξεις", σε ιστορίες. Και δέκα φορές αν ήταν να ξαναγεννηθώ, αυτή τη δουλειά θα ήθελα να κάνω».
- «Το πάθος χιλιάδες φορές». Τι ακριβώς κρύβει ο τίτλος αυτός του βιβλίου;
«Το ίδιο με ρωτούσαν και για το "Και με το φως του λύκου επανέρχονται". Ε, λοιπόν, δεν θυμάμαι να έδωσα σαφή απάντηση, διότι σαφής απάντηση σ' αυτά δεν υπάρχει. Δεν πρόκειται για κάποιο, ας πούμε, σκεύασμα όπου μπορείς να απαριθμήσεις ένα προς ένα τα συστατικά του. Ποιήματα ακριβώς δεν γράφω, αλλά συχνά οι τίτλοι μού προκύπτουν εν είδει στίχων, ή ξυπνώντας από κάποιο όνειρο, ή όταν περνάω ένα γενναίο βάσανο, ή εκεί που νομίζω ότι έχω αφαιρεθεί τελείως και δεν σκέφτομαι τίποτα. Ο Στάινερ νομίζω είναι που έχει πει ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, τα πράγματα γίνονται σαν να έρχεται πρώτα το αποτέλεσμα και μετά η αιτία. Εν πάση περιπτώσει, το πάθος αυτό έχει κυρίως να κάνει με την ίδια την πράξη της γραφής. Και όλα τα συμπαρομαρτούντα και ανείπωτα».
- Σ' αυτό το βιβλίο πρώτη φορά μιλάτε -μέσω της Λεύκας- και για την ίδια την περιπέτεια της γραφής. Πόσο θα μπορούσε να σας ταυτίσει κανείς μ' αυτή την ηρωίδα;
«Αυτό ήταν ό,τι πιο δύσκολο, δύσβατο αλλά και ερεθιστικό είχα να αντιμετωπίσω ώς τώρα. Ηδη από το "Και με το φως του λύκου επανέρχονται" με τριγύριζε η ιδέα να δημιουργήσω μια ηρωίδα που αυτή θα δημιουργήσει στη συνέχεια, κατά κάποιον τρόπο, εμένα. Τώρα με τη Λεύκα το προχώρησα περισσότερο. Είχα μεγάλη αγωνία, πολλές φορές ένιωθα ότι σχοινοβατώ, ότι θα τρελαθώ κάποια στιγμή, ότι παγιδεύτηκα σ' ένα "όνειρο" που παίρνει διαστάσεις ζόφου. Βλέπετε, το γράψιμο είναι ό,τι ξέρω καλύτερα να κάνω στη ζωή μου, ό,τι αγαπώ και κατέχω σε βάθος, κι όμως αν με ρωτήσετε τι είναι, θα δυσκολευτώ πολύ να το διατυπώσω. Γι' αυτό και δεν μου πέρασε απ' το νου να κάνω ένα δοκίμιο πάνω σ' αυτό το ζήτημα, μια "εργασία", που θα ήταν ίσως κι ευκολότερο, αλλά ακριβώς να αναπλάσω τα της γραφής μέσα από ιστορίες».
- Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα σ' αυτό το βιβλίο;
«Ειλικρινά δεν υπάρχει λόγος να το σκαλίζουμε πολύ αυτό. Το έχω ξαναπεί ότι δεν γίνεται ένας συγγραφέας να είναι ξένος με τον εαυτό του όταν γράφει και για ό,τι γράφει, αλλά κι αλίμονο αν ήταν μόνο ο εαυτός του».
- Οσα συμβαίνουν γύρω μας, η επικαιρότητα, δεν σας κεντρίζουν για να γράψετε ένα αφήγημα;
«Με ενδιαφέρει η διαχρονική επικαιρότητα. Για μένα το χθες το σήμερα και το αύριο είναι ένα αιώνιο παρόν. Με ενοχλούν οι υστερίες»
- Καθώς ζείτε στην περιοχή της Ακρόπολης, νιώθετε πλέον προνομιούχα γειτόνισσα του νέου μουσείου;
«Είναι ένα σπουδαίο έργο, δεν αντέχω άλλη γκρίνια επ' αυτού. Περιμένω την ώρα και την στιγμή να το επισκεφτώ, κι όχι μόνο μια ή δυο φορές».
- Σε πολλές φωτογραφίες σάς βλέπουμε με το τσιγάρο στο χέρι. Συγγραφή και τσιγάρο μοιάζουν να είναι συνδεδεμένα. Πώς νιώθετε τώρα που θα απαγορευτεί το κάπνισμα;
«Θα μου κοπούν λιγάκι τα φτερά, μα δεν πειράζει. Σκέφτομαι ότι οι μελλοντικές γενιές, τα τωρινά ή αυριανά νήπια, θα ακούνε κάποτε ιστορίες για το τσιγάρο και τους μανιώδεις του καπνού όπως ακούγαμε εμείς για το αψέντι, λόγουν χάριν, των καταραμένων ποιητών στο Παρίσι του 19ου αιώνα... Εκείνο που με ενοχλεί, ωστόσο, είναι οι υπερβολές, οι υστερίες, τα μεγάλα λόγια. Προσφάτως άκουσα πως κυκλοφόρησε ένα σλόγκαν που λέει ότι το να μην καπνίζουμε είναι θέμα πολιτισμού. Ε, ας μη φτάνουμε σε τέτοια. Ηδη είναι αρκετό ότι μας χώρισαν σε είδη -"καπνιστές" και "μη καπνιστές"-, δεν χρειάζεται να μας κατατάξουν και σε "απολίτιστους" και "πολιτισμένους". Είναι φαιδρό ως επιχείρημα νομίζω, και λίγο επικίνδυνο. Προτιμώ τη στάση του μακαρίτη του δεινού καπνιστή πατέρα μου (αποχώρησε στα 87 του), που, όταν η μεγαλύτερη αδελφή μας του έλεγε "σταμάτα πια το κάπνισμα, μπαμπά, δεν ακούς πόσοι πεθαίνουν απ' αυτό;", της απαντούσε με μειλίχιο χαμόγελο: "Κι όλοι εκείνοι που δεν κάπνιζαν, παιδί μου, πού είναι τώρα;"». *
- Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / Επτά, Κυριακή 28 Ιουνίου 2009
Διαβάστηκε 7576 φορές.