Πριν από 45 χρόνια λέγαμε τα φλίπερ μηχανάκια
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Τα «Μηχανάκια», τα εισόδια του τότε τριαντάχρονου συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα στη λογοτεχνία, ξανατυπώθηκαν σαράντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τους (1962). Ο «Κέδρος», στη δέκατη τρίτη έκδοση του μυθιστορήματος, χρησιμοποίησε το εικαστικό έργο του Νίκου Κούνδουρου, που κοσμούσε το εξώφυλλο του «Φέξη». Σήμερα, ο 75χρονος πεζογράφος δεν κρύβει ότι οφείλει την πρώτη του συγγραφική απόπειρα στην παρότρυνση και την ενθάρρυνση του Βασίλη Βασιλικού.
Τον συναντήσαμε ένα μεσημέρι, στο σπίτι του, στην Κυψέλη. Από το μπαλκόνι του διαμερίσματος «φαίνονται πιάτο» η Δημοτική Αγορά και ο πεζόδρομος της Φωκίωνος Νέγρη.
-Είχατε δυσκολίες να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο;
«Καμία. Πιο εύκολα δεν ξανάβγαλα βιβλίο. Ενα σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι προς τον Γεώργιο Φέξη, τότε μεγαλοεκδότη, που συγκέντρωνε από τον Σεφέρη και τον Θεοτοκά έως εμάς τα φιντάνια, εμένα και τον Πέτρο Αμπατζόγλου. Με το σημείωμα αυτό παρακαλούσε τον Φέξη να βγάλει το βιβλίο μου και, χαριτολογώντας, ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε μεταξύ άλλων, "Ο ταχυδρόμος πέθανε", αναφερόμενος βέβαια στο τραγούδι του. Οπότε ο Φέξης, ένας μελαχρινός στρουμπουλός, ο οποίος έχασε όλα του τα λεφτά στον ιππόδρομο και στα χαρτιά, μου είπε: "Βεβαίως, κύριε Κουμανταρέα, θα σου βγάλουμε αμέσως το βιβλίο. Μία παράκληση μόνο". "Ορίστε, στη διάθεσή σας". "Να μην είναι αυτός ο τίτλος". "Δηλαδή;", λέω εγώ. "Να μην είναι ο τίτλος 'Ο ταχυδρόμος πέθανε'", μου είπε.
Τότε, δεν υπήρχε περίπτωση να παρεξηγηθεί ο τίτλος, διότι τα δίκυκλα δεν λέγονταν μηχανάκια. Και φυσικά, με τα "Μηχανάκια" εννοούσα τα φλίπερ της εποχής εκείνης. Σήμερα, οι νέοι βλέποντας τον τίτλο του βιβλίου μου καταλαβαίνουν λανθασμένα ότι εννοώ τα δίκυκλα. Δεν πειράζει, ας μάθουν κάποιες ορολογίες των χρόνων εκείνων που γράφονταν τα "Μηχανάκια"».
Βιοτέχνες του Βιβλίου
-Πώς ήταν πριν από σαράντα πέντε χρόνια το εκδοτικό τοπίο;
«Με ελάχιστους εκδότες, που περισσότερο ήταν βιοτέχνες του βιβλίου, παρά εργοστασιάρχες, όπως είναι σήμερα, και με ελάχιστους συγγραφείς».
-Υπό την επίδραση ποιων διαβασμάτων αρχίσατε να γράφετε;
«Παρ' όλο το οπλοστάσιό μου στην κλασική λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, η άμεση επίδρασή μου υπήρξαν οι νέοι Αμερικανοί συγγραφείς της εποχής εκείνης, π.χ. Σάλιντζερ, Χεμινγουέι κ.λπ.».
-Πότε αποφασίσατε ότι το αστικό τοπίο αποτελούσε τον προνομιακό χώρο της πεζογραφίας σας;
«Δεν αποφάσισα τίποτα. Είμαι παιδί της πόλης και τα βιώματά μου προέρχονται από αυτήν».
-Πόσο έχει αλλάξει και πώς έχει διαμορφωθεί η έννοια της γειτονιάς και της συνοικίας;
«Η αλλαγή είναι καταλυτική, το παλιό τοπίο δεν υπάρχει πια, οι γειτονιές, αν υπάρχουν, έχουν γίνει γκέτο μεταναστατών».
-Υπάρχει κάποιο δικό σας στέκι στην Κυψέλη;
«Υπήρχε. Η καφετέρια "Φαίδρα", δυστυχώς έκλεισε. Το πωλητήριο στη βιτρίνα της μας πληγώνει όλους. Εύχομαι να βρεθεί κάποιος αγοραστής που να συνεχίσει το μαγαζί χωρίς να αλλοιώσει την εικόνα του».
-Είχατε λογοκριθεί για το «Αρμένισμα». Τι εκτιμάτε; Η εποχή της άμεσης ή της έμμεσης λογοκρισίας έχει περάσει ανεπιστρεπτί;
«Δεν είχα λογοκριθεί, κάτι χειρότερο, είχα δικαστεί. Τέσσερις δίκες αλλεπάλληλες μέσα στη δικτατορία. Κανονικά θα έλεγε κανείς ότι έχει περάσει η εποχή αυτή. Ομως, υπάρχει μια ύπουλη λογοκρισία που γίνεται κυρίως από τα κανάλια. Μαζί με τη λογοκρισία, γίνεται και κάτι χειρότερο, πλύση του εγκεφάλου».
-Πώς εργάζεστε;
«Στη γραφομηχανή πάντα και δεν την αλλάζω ούτε με της Παναγιάς τα μάτια».
-Με τι μουσική υπόκρουση;
«Δεν ακούω μουσική όταν γράφω. Στα διαλείμματα, όμως, συνεχώς, είτε με τη "Συμφωνία του Νέου Κόσμου" του Ντβόρζακ είτε μ' ένα τραγούδι των Μπιτλς».
-Σε ποιους Ελληνες και ξένους συγγραφείς εξακολουθείτε να ανατρέχετε; Ποιους θεωρείτε αξεπέραστους;
«Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που αγαπώ, που φοβάμαι ότι εάν πω κάποιο όνομα θα πληγώσω κάποιο άλλο. Είναι το ίδιο όπως με τους φίλους. Διότι φίλοι μας είναι οι συγγραφείς».
-Υπάρχουν θέματα στη λογοτεχνία σας τα οποία θεωρείτε ότι για την κοινή ηθική είναι τολμηρά;
«Είναι τόσο ανήθικη η εποχή μας, που είναι αδύνατον να τη φτάσω».
-Την τελευταία εικοσαετία παίρνετε το ρίσκο να μιλάτε θετικά και υπερθετικά για νεότερούς σας συγγραφείς, πηγαίνοντας πολλές φορές κόντρα στην κριτική. Το κάνετε από γενναιοδωρία;
«Χαίρομαι να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου στο πρόσωπο ενός νέου. Η όποια ομορφιά της γραφής του μου ξαναδίνει πίσω την όποια ομορφιά της νεότητάς μου».
-Εχετε μετανιώσει για την έκδοση κάποιου βιβλίου σας, κι αν ναι, γιατί;
«Οχι. Διότι κάθε βιβλίο που εξέδωσα είχε τον εσωτερικό λόγο να εκφραστεί προς τα έξω. Φαντάζομαι ότι δεν έκανα ποτέ συμβιβασμούς, ούτε είχα κάποιο άγχος να βγάζω σε τακτά διαστήματα βιβλία. Ποτέ δεν έπεσα στην κατανάλωση. Ούτε ακολούθησα τη λογική του σουπερμάρκετ. Κοστίζει πολύ ακριβά να εξομολογείσαι τις εμπειρίες σου και τα βιώματά σου. Κι ακόμη ακριβότερα να τα μεταπλάθεις σε μυθιστόρημα και διήγημα».
-Ποιο από τα βιβλία σας αγαπάτε περισσότερο;
«Από τα βιβλία μου αγαπώ μόνον ένα, το "Μηχανάκια". Και στην αγάπη αυτή οφείλεται και η επανέκδοσή του ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια. Το βιβλίο για το οποίο ήρθατε να μου πάρετε συνέντευξη».
-Υπήρξαν στιγμές στη ζωή σας που είπατε «δεν αντέχω, δεν μπορώ άλλο»;
«Πολλές, αλλά αντιστάθηκα».
-Σας ενοχλεί η αρνητική κριτική;
«Οχι, εφόσον είναι καλοπροαίρετη».
-Πιστεύετε ότι το έργο σας θα επιβιώσει και θα διαβάζεται και από τις ερχόμενες γενιές;
«Αυτό που με ρωτάτε ανήκει στη σφαίρα του science fiction. Φυσικά και ευελπιστώ ότι δεν θα μείνω στις εγκυκλοπαίδειες ως ένα λήμμα μόνο».
Κουραστική η επανάληψη
-Θα ξαναγράφατε σήμερα ένα μυθιστόρημα με αθλητικό θέμα, όπως η «Φανέλα με το 9»;
«Ελπίζω όχι. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ξανακάνω καλύτερο ήρωα από τον ποδοσφαιριστή Μπιλ Σερέτη. Και το να επανέρχεσαι στα ίδια, άσχετα εάν είναι άλλο άθλημα, καταντά κουραστικό. Ο εαυτός μου χρειάζεται πολλά προσωπεία και μάσκες για να μην είναι μονότονος και επαναληπτικός».
-Αγαπάτε κάποια ομάδα;
« Ναι, τις ομάδες που χάνουν».
-Τι δεν τολμήσατε ποτέ;
«Να γίνω αθλητής».
-Αγαπηθήκατε; Αγαπήσατε;
«Μπορεί να γράψει κανείς χωρίς να έχει αγαπήσει και να έχει αγαπηθεί; Αδιανόητο».
-Τι σας φοβίζει περισσότερο, μήπως ο θάνατος;
«Να είναι μέρα και να μη βλέπω».
-Σας κούρασαν οι ερωτήσεις μας;
«Κοιτάξτε κάτι. Οι ερωτήσεις των άλλων δεν με κουράζουν ποτέ. Οι δικές μου απαντήσεις καμιά φορά με ταλαιπωρούν».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/11/2007
Διαβάστηκε 6309 φορές.